- τούφα
- τοῦφα, η, ΝΜ1. δέσμη, σύνολο από ίνες μαλλιού, τριχών, νημάτων2. η τουλούπα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. tufa «είδος σημαίας, δόρυ με τρίχινο λοφίο στο άκρο» < γερμ. tūfa «λοφίο» (βλ. και λ. τύφη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τούφα — η (λ. λατ.) 1. δέσμη από μαλλιά, νήματα, ίνες: Άσπρη τούφα σε μαύρα μαλλιά. 2. τουλούπα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοκαρίσκιον — κοκαρίσκιον, τὸ (Μ) τούφα από ακατέργαστα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκάριον (< ποκάριον «τούφα μαλλί», με αφομοίωση) + επίθημα ίσκιον (πρβλ. αρτ ίσκιον, βωμ ίσκιον)] … Dictionary of Greek
τύφη — η, ΝΜΑ, και τύφι, τὸ, Α λόγια ονομασία τού γένους, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, υδροχαρών ποωδών φυτών τύφα, με 15 περίπου είδη, ορισμένα από τα οποία φέρουν φύλλα που χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική, στην κατασκευή… … Dictionary of Greek
tufă — TÚFĂ, tufe, s.f. 1. Arbust cu ramuri dese care pornesc direct de la rădăcină; grup de flori, de lăstari sau de plante erbacee cu rădăcină comună. ♢ expr. (fam.) Tufă (de Veneţia) = nimic, deloc. Tufă n pungă sau tufă n buzunar = a) nimic; b) om… … Dicționar Român
τουλούπα — η 1. τούφα μπαμπακιού, μαλλιού: Τουλούπα για κλώσιμο. 2. τούφα χιονιού, καπνού: Καπνίζει κάνοντας τουλούπες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Toupha — The toupha (in Greek τουφα / toúpha or τουφίον / touphíon) is a plumage of the hair or bristles of exotic animals, used to decorate horsemen s helmets and emperors crowns.One of the most famous touphas is that which surmounts the crown or helmet… … Wikipedia
Toupha — Statue équestre de Justinien portant la toupha, sur l Augustaion La toupha (en grec τοῦφα / toúpha ou τουφίον / touphíon) est un plumeau de crins ou de poils d animaux exotiques utilisé pour décorer les casques des cavaliers et les couronnes… … Wikipédia en Français
Toupha — Zeichnung des Nimphyrios, 1430 Darstellung einer Toupha auf … Deutsch Wikipedia
CAMELAUCIUM seu CAMELAUCUM — Macro est biretum Monachale Graecorum et Benedictinorum, cuius limbus binas appendices parabolicis figuris desinentes habet, quae faciei tempora contegunt; sed Benedictinorum sunt breviores. Suturae istiusmodi bireti in 4. partes aequales fiunt;… … Hofmann J. Lexicon universale
αλεκάτη — η 1. ρόκα (αρχ. ἠλακάτη), όργανο τής κατεργασίας τού μαλλιού, που αποτελείται από καλαμένιο κορμό ή διχαλωτή ράβδο, γύρω από την άκρη τής οποίας τυλίγεται το μαλλί, το λινό, το βαμβάκι κ.ά. για γνέσιμο 2. η τουλούπα, η τούφα μαλλιού βαμβακιού κ.ά … Dictionary of Greek